- γλουρός
- γλουρός, οῦ, ὁ,A gold, AP15.25.7 (Besant.), Hsch.:—hence [full] γλούρεα· χρύσεα (Phryg.), Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γλουρός — γλουρός, ο (Α) το χρυσάφι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λ. φρυγικής προελεύσεως, πρβλ. «γλούρεα χρύσεα» και «γλουρός χρυσός», Ησύχ. (Φρύγες), δάνειο στην Ελληνική, δεδομένου ότι και η κατεργασία τού χρυσού προήλθε από την Ανατολή. Η λ. συνδέεται… … Dictionary of Greek
χλωρός — ή, ό / χλωρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. (για φυτό ή βλαστό) αυτός που έχει βλαστήσει ή που μόλις έχει κοπεί, που είναι ακόμη πράσινος και τρυφερός (α. «τού δὲντρου τα κλαδιά χλωρά / πυκνά», Παλαμ. β. «χλωρὸν ἄνθος», Διοσκ.) 2. αυτός που έχει το χρώμα τών… … Dictionary of Greek
ĝhel-1 (and ghel-?), also as i-, u- or n-stem; ĝhelǝ- : ĝhlē-, ĝhlō- : ĝhlǝ- (*ĝhwel-) — ĝhel 1 (and ghel ?), also as i , u or n stem; ĝhelǝ : ĝhlē , ĝhlō : ĝhlǝ (*ĝhwel ) English meaning: to shine; green, gold, blue, *sun Deutsche Übersetzung: “glänzen, schimmern”; as Farbadjektiv: “gelb, grũn, grau or blau”… … Proto-Indo-European etymological dictionary